- θερμαίνω
- θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη.2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά.3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα.4. το μέσ., θερμαίνομαι με πιάνει πυρετός: Κρύωσε και θερμάνθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.